- καταπιστεύσασα
- καταπιστεύσᾱσα , καταπιστεύωtrustaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)καταπιστεύσᾱσα , καταπιστεύωtrustaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.